|
Τέχνη και Οπτική Αντίληψη |
Παρουσίαση βιβλίου
Rudolf Arnheim, Τέχνη και Οπτική Αντίληψη, Η ψυχολογία της δημιουργικής
όρασης, Θεμέλιο, Αθήνα 2005
Μου πήρε μήνες να διαβάσω αυτό το βιβλίο, όχι
λόγω των πολλών σελίδων του (552 σελίδες), όσο της δυσκολίας του θέματος.
Κάποια πράγματα σίγουρα δεν τα κατάλαβα στην έκταση που ήθελα (όπως τα διάφορα
είδη προοπτικής). Σε κάθε όμως κεφάλαιο έχουμε συμπεράσματα που εκφράζονται με
απλό τρόπο και είναι πρακτικού χαρακτήρα για τον καλλιτέχνη ή για τον κριτικό
τέχνης και φυσικά για κάθε φιλότεχνο που θέλει να αποκρυπτογραφήσει τους
καλλιτεχνικούς κώδικες. Στη συνέχεια του κειμένου με πλάγια γράμματα αντιγράφω φράσεις του συγγραφέα, ενώ το υπόλοιπο
(πιο μικρό) κείμενο είναι δικά μου συμπεράσματα και μια προσπάθεια να
συγκεντρώσω από το μοναδικό αυτό βιβλίο χρήσιμες πληροφορίες για τον
καλλιτέχνη, ανεξάρτητα ποιο είδος τέχνης υπηρετεί.
Καταρχήν
έχουμε αναφορές με παραδείγματα σε όλες
τις τέχνες: εικαστικά, μουσική, αρχιτεκτονική, φωτογραφία, κινηματογράφο,
θέατρο, χορό και διακοσμητικές (εφαρμοσμένες) τέχνες. Αναφορές επίσης στην
ιστορία της τέχνης και σε διαφορετικούς
πολιτισμούς (Αφρική, Ασία, Ευρώπη) και στην τέχνη των παιδιών. Επίσης
ειδική αναφορά σε σημαντικά αισθητικά ρεύματα και σπουδαίους καλλιτέχνες – τον
συγγραφέα τον ενδιαφέρει πώς έλυσαν τα πρακτικά προβλήματά τους οι καλλιτέχνες
και τι κόσμο εκφράζει η τέχνη τους. Αυτό σε συνδυασμό με τις επιστημονικές
έρευνες που έχουν γίνει σε τομείς της βιολογίας
και ψυχολογίας (σχετικούς με το θέμα μας), διαφωτίζει πάνω σε θέματα όρασης, αντίληψης και τέχνης και
καταρρίπτει μύθους (πχ για τη δύναμη και ψυχολογική διάθεση που προκαλούν
συγκεκριμένα χρώματα).
Έχουμε,
λοιπόν απαντήσεις σε σημαντικά ερωτήματα: Τι κάνει τέχνη την τέχνη. Πώς παίζουν
οι καλλιτέχνες με τους οπτικούς μας περιορισμούς.
Ποιες
είναι οι βιολογικές και ψυχολογικές βάσεις της τέχνης.
Πώς η
όραση είναι κοινωνική και πολιτισμική
κατασκευή. Διαφορετικά, για παράδειγμα, βλέπει ένας σπουδαστής τέχνης μια
σειρά από κτίρια, από όσο ένας «κοινός άνθρωπος στο δρόμο». Επίσης Ινδοί
φοιτητές είδαν με διαφορετικό τρόπο κάποια αντικείμενα σχεδιασμένα με προοπτική
από ότι οι Βρετανοί φοιτητές.
Συμβολικά, ένας τέτοιος κεντραρισμένος
κόσμος ανταποκρίνεται σε μια ιεραρχική σύλληψη της ανθρώπινης ύπαρξης. Δύσκολα
θα ταίριαζε στις φιλοσοφίες του Τάο ή του Ζεν της Ανατολής, οι οποίες
εκφράζονται με το άνευ κέντρου συνεχές των κινέζικων και ιαπωνικών τοπίων. (σ. 322)
Γιατί να το διαβάσουμε; Για να κόψουμε δρόμο, να μην
χρειαστεί να εφεύρουμε ξανά τον τροχό. Υπάρχουν έτοιμες λύσεις για ένα ξεκίνημα και τα σωστά ερωτήματα που πρέπει να
θέσει ο καλλιτέχνης για να δώσει τις
προσωπικές του απαντήσεις. Υπάρχει ύστερα η χαρά που γεμίζει κάθε φιλότεχνο, όταν καταλαβαίνει καλύτερα
την τέχνη και τις δημιουργικές δυνάμεις που κρύβονται πίσω της.
Το να βλέπει κανείς σημαίνει το να
αντιλαμβάνεται δράση (σ. 29)
Αυτό που εκείνος (ο καλλιτέχνης)
δημιουργεί με φυσικά υλικά είναι εμπειρίες. Η αισθητή εικόνα, και όχι η μπογιά,
είναι το έργο τέχνης. (σ. 31)
Έχουμε
μάθει να βλέπουμε τον κόσμο και την τέχνη μέσα
από τον πολιτισμό μας. Οι
ανθρωπολόγοι εξεπλάγησαν όταν ανακάλυψαν ότι παρατηρητές που δεν είναι
εξοικειωμένοι με τη φωτογραφία δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ανθρώπινες μορφές,
στο είδος εικόνας που εμείς θεωρούμε απόλυτα «ρεαλιστική», επειδή έχουμε μάθει
να αποκρυπτογραφούμε τα απατηλά της σχήματα (σ. 59)
Η όραση είναι ενόραση. (σ. 62)
Κάθε μεγάλος καλλιτέχνης γεννά ένα νέο
σύμπαν, στο οποίο οικεία πράγματα φανερώνονται όπως δεν φανερώθηκαν ποτέ πριν. Αυτή
η νέα εμφάνιση, αντί να συνιστά διαστρέβλωση ή προδοσία, ερμηνεύει εκ νέου μια
αρχαία αλήθεια με ένα συναρπαστικά δροσερό, διαφωτιστικό τρόπο (σ. 76)
Ούτε η μορφολογική διάταξη ούτε το θέμα
είναι το τελικό περιεχόμενο του έργου
τέχνης. Και τα δυο είναι όργανα της καλλιτεχνικής μορφής. Χρησιμεύουν για να
δώσουν σώμα σε μια αόρατη καθολική έννοια (σ. 501). Αν αυτή η φράση φαίνεται λίγο
αόριστη και μυστικιστική, όλο το υπόλοιπο βιβλίο μας δίνει πρακτικούς τρόπους που χειρίζονται οι καλλιτέχνες για να εμποτίσουν
με νοήματα το έργο τους.
Και συνεχίζει τα συμπεράσματά του με ένα τρόπο που ενώνει χιλιάδες χρόνια τέχνης: Αν ειδωθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η
παραδοσιακή αναπαραστατική τέχνη, οδηγεί χωρίς διακοπή στη μη μιμητική,
«αφηρημένη», τέχνη του αιώνα (20ος αι) μας. Οποιοσδήποτε που έχει
κατανοήσει την αφαίρεση στην αναπαραστατική τέχνη είναι σε θέση να δει τη
συνέχεια, παρόλο που η τέχνη παύει να απεικονίζει αντικείμενα της φύσης.
Ο κλασικισμός τείνει προς την απλοποίηση,
συμμετρία, κανονικότητα και μείωση της έντασης. Ο εξπρεσιονισμός εξυψώνει το
ακανόνιστο, την ασυμμετρία, το ασύνηθες και το σύνθετο, που επαυξάνει την
ένταση. Τα δυο αυτά στυλ εκφράζουν χαρακτηριστικά δυο τάσεις των οποίων η
αλληλεπίδραση, σε ποικίλλουσα αναλογία, συνιστά τη δομή κάθε έργου οπτικής
τέχνης και κάθε οπτικής διάταξης (σ. 83)
Η σύνθεση ενός έργου τέχνης είναι πάντα σε αρμονία
με το θέμα του (το θέμα που βλέπουμε
και το άλλο που είναι τελικά το πραγματικό και είναι στο μυαλό του καλλιτέχνη).
Συνεπώς, η οπτική μορφή ενός έργου τέχνης
δεν είναι αυθαίρετη ούτε είναι ένα απλό παιχνίδι σχημάτων και χρωμάτων. Είναι
αναγκαία, ως ένας καλός διερμηνέας της ιδέας που προσπαθεί να εκφράσει… Το
είδος του ειδήμονα που επικεντρώνεται μόνο στη διάταξη αδικεί το έργο τόσο όσο
και το είδος του λαϊκού ανθρώπου που επικεντρώνεται μόνο στο θέμα (σ. 501)
Η αρχή της απλότητας
Η «αρχή
της απλότητας» περιγράφει αρκετά τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και κάνουμε
τέχνη. Εξηγεί το γιατί ορισμένα σχήματα ή
χρώματα συγχωνεύονται σε μονάδες ή διαχωρίζονται, το γιατί μερικά πράγματα
φαίνονται επίπεδα, ενώ άλλα φαίνονται να έχουν όγκο και βάθος. Επίσης μας
κατέστησε ικανούς να κατανοήσουμε τη λογική που διέπει το ολοκληρωμένο και το
ανολοκλήρωτο, το μέρος και το όλον, τη στερεότητα και τη διαφάνεια, την κίνηση
και την ακινησία. Τώρα όλα αυτά θέλουν διευκρινήσεις, αλλά για αυτό πρέπει
να διαβάσετε το βιβλίο, αφού εξηγούνται σε εκατοντάδες σελίδες του! Όμως αυτή η αρχή δεν μπορεί να τα εξηγήσει
όλα. Στη συνέχεια έχουμε το κεφάλαιο ΔΥΝΑΜΙΚΗ όπου εξηγεί με πολλά παραδείγματα
τους τρόπους που χρησιμοποιούν οι καλλιτέχνες για να προσδώσουν «δυναμική» στα
έργα τους.
Ο Arnheim δίνει σε αυτό το σημείο τον πιο ενδιαφέροντα ορισμό του Μινιμαλισμού που έχουμε διαβάσει: Αν η απλότητα ήταν ο σημαντικότερος στόχος
της τέχνης, τότε ομοιόμορφα χρωματισμένοι καμβάδες ή τέλειοι κύβοι θα ήταν τα
πιο επιθυμητά καλλιτεχνικά αντικείμενα. Είναι αλήθεια ότι πρόσφατα διάφοροι
καλλιτέχνες μας πρόσφεραν τέτοια παραδείγματα «μιας τέχνης του ελάχιστου».
Ιστορικά, αυτές οι εκφράσεις ήταν αναγκαίες, για να καταπραΰνουν τα μάτια μιας
γενιάς που είχαν χαθεί μέσα στο πολυσύνθετο και στην αταξία, αλλά χρησίμευσαν
επίσης στο να αποδείξουν ότι άπαξ και εκπληρώσει τη θεραπευτική της λειτουργία,
μια τόσο άγευστη δίαιτα δεν ικανοποιεί. (σ. 447)
Δυναμική
Η
«δυναμική» είναι το πιο ισχυρό όπλο ενός καλλιτέχνη για να κάνει ένα έργο να
συγκινεί και να μένει αξιομνημόνευτο. Φυσικά δεν είναι μια τεχνική, αλλά μια σειρά από «κόλπα».
Σ΄ ένα επιτυχημένο έργο φωτογραφίας,
ζωγραφικής ή γλυπτικής, ο καλλιτέχνης συνθέτει την αναπαριστώμενη δράση ως
όλον, με τρόπο που να μεταφράζει τη χρονική αλληλουχία σε μια αιώνια στάση…
Μπορεί να συνδυάσει διαφορετικές φάσεις ενός συμβάντος στην ίδια εικόνα χωρίς
να διαπράττει παραλογισμό (σ. 463). Στο τελευταίο μας έρχονται στο μυαλό οι φωτογραφίες που δείχνουν κίνηση μέσα
από την παρατεταμένη έκθεση.
Ένα από
τα τρικ που χρησιμοποιούν είναι να δίνουν ένταση μέσα από την παραμόρφωση (πχ ενός ελατηρίου, μιας
εικόνας μέσα από παραμορφωτικό καθρέπτη ή ενός σώματος που έχει πάρει περίεργη
στάση κλπ). Ένα άλλο είναι η χρήση χρωμάτων που ξεφεύγουν από τα βασικά χρώματα. Τα αμιγή θεμελιώδη βασικά χρώματα
φαίνονται να στερούνται έντασης. Είναι βασικά πρότυπα, όπως οι κύκλοι και τα
τετράγωνα (σ. 470).
Ένα άλλο
είναι η στροβοσκοπική κίνηση. Η παράθεση από τον καλλιτέχνη στο ίδιο έργο μιας
αλληλουχίας εικόνων που δείχνουν το ίδιο αντικείμενο σε διάφορες φάσεις του.
Η έκφραση
Οι
καλλιτέχνες συχνά χρησιμοποιούν τον συμβολισμό
με διάφορους τρόπους. Όπως παραθέτει ο συγγραφέας, ο Βαν Γκογκ σε ένα γράμμα
στο αδερφό του αναφέρεται στην προσπάθειά του να εκφράσει σε πίνακά του τον
αγώνα για τη ζωή. Όπως λέει έκανε δυο πίνακες, ένα με μια αδύνατη γυναικεία
μορφή κι ένα με ένα δέντρο καχεκτικό. Αυτό που ένιωσε είναι ότι με το δέντρο
έκφρασε πολύ πιο καθαρά το συναίσθημα που ήθελε παρά με τον άνθρωπο. Ο χαρακτήρας ενός δεδομένου ατόμου μπορεί
να μοιάζει περισσότερο μ΄ εκείνον ενός ιδιαίτερου δέντρου, απ΄ όσο με ενός
άλλου ατόμου (σ. 492). Για το συμβολισμό όμως έχει στη συνέχεια ξεχωριστό
κεφάλαιο. Αναφέρεται εκεί και στη φροϋδική ανάλυση της τέχνης, με την οποία δεν
συμφωνεί.
Για τον
κάθε άνθρωπο και σίγουρα για τον καλλιτέχνη
προτεραιότητα είναι η «έκφραση».
Το προφίλ ενός βουνού είναι μαλακό ή
απειλητικά τραχύ. Μια κουβέρτα ριγμένη πάνω σε μια καρέκλα είναι συστραμμένη,
λυπημένη, κουρασμένη (σ. 495). Από τη φύση μας ψάχνουμε γύρω μας για φιλικότητα ή εχθρικότητα. Ο καλλιτέχνης
πρέπει να βρει τρόπους να κάνει τα έργα του εκφραστικά. Και οι δάσκαλοι τέχνης
πρώτα στη όξυνση της αντίληψης των σπουδαστών πρέπει να επικεντρωθούν κι όχι
στην «σωστή» απόδοση του κόσμου.
Το βάρος
Παράγοντας
σημαντικός για τη σύνθεση, δημιουργεί την αίσθηση της ισορροπίας, τα παρακάτω έχουν αποδειχθεί, σχεδόν όλα, πειραματικά.
Δυο ιδιότητες των οπτικών αντικειμένων
ασκούν ιδιαίτερη επίδραση στο ισοζύγισμα: το βάρος και η κατεύθυνση.
Μπορεί
όμως κάτι που είναι μικρό στην εικόνα να έχει μεγάλο βάρος και να
αντισταθμίζεται αυτό από κάτι μεγάλο. Ότι είναι στο κέντρο έχει μεγαλύτερο βάρος.
Ότι είναι στο βάθος, αλλά η
προοπτική μας οδηγεί σε αυτό έχει μεγαλύτερο βάρος (κι ας είναι μικρό σε
μέγεθος).
Το βάρος εξαρτάται επίσης από το μέγεθος.
Με δεδομένο ότι οι άλλοι συντελεστές παραμένουν ως έχουν, το μεγαλύτερο
αντικείμενο θα είναι το βαρύτερο. Όσο αφορά στο χρώμα το κόκκινο είναι βαρύτερο
από το μπλε, και τα λαμπερά χρώματα είναι βαρύτερα από τα σκοτεινά. Μια μαύρη
περιοχή πρέπει να είναι μεγαλύτερη από
μία λευκή προκειμένου να την αντισταθμίσει.
Αν βάλουμε δυο ίδια αντικείμενα το ένα στη
βάση της εικόνας και το άλλο ψηλά, το δεύτερο έχει μεγαλύτερο βάρος γιατί
υπερνικάει τη δύναμη της βαρύτητας.
Επίσης επειδή διαβάζουμε από αριστερά προς τα δεξιά, κάθε αντικείμενο φαίνεται βαρύτερο αν μπει δεξιά
στην εικόνα. Για να φανούν ίσα πρέπει το αριστερό να αυξηθεί σε μέγεθος.
Το εγγενές ενδιαφέρον. Ότι
είναι κοντά στο βασικό θέμα αποκτάει μεγαλύτερο βάρος. Για παράδειγμα οι
άγγελοι που είναι κοντά στο Χριστό έχουν μεγαλύτερο βάρος από αυτούς που είναι
στον ουρανό.
Η απομόνωση προσθέτει βάρος. Ο ήλιος ή η
σελήνη σε άδειο ουρανό είναι βαρύτερα από ένα αντικείμενο παρόμοιας μορφής
περιτριγυρισμένο από άλλα πράγματα.
Το σχήμα φαίνεται να επηρεάζει το βάρος.
Το κανονικό σχήμα απλών γεωμετρικών μορφών τις κάνει να φαίνονται βαρύτερες.
Σε κάθε έργο τέχνης οι παράγοντες που
απαριθμήθηκαν μπορεί να δρουν σε συμφωνία ή σε αντίθεση ο ένας με τον άλλο, για
να δημιουργήσουν την ισορροπία του όλου. Βάρος λόγω χρώματος μπορεί να
αντισταθμιστεί από βάρος λόγω θέσης.
Η εμφάνιση κάθε μέρους εξαρτάται, σε
μεγαλύτερη ή μικρότερη έκταση, από τη δομή του όλου και το όλον, με τη σειρά
του, επηρεάζεται από τη φύση των μερών του. Κανένα τμήμα ενός έργου τέχνης δεν
είναι ποτέ απόλυτα αυτάρκες (σ. 95)
Κάθε άποψη των αισθητών – το σχήμα, η
φωτεινότητα, το χρώμα, η χωρική θέση, η κίνηση κλπ – μπορεί να προκαλέσει
ομαδοποίηση λόγω ομοιότητας (σ. 96)
Η αυστηρή γεωμετρία είναι τόσο σπάνια στη
ζωγραφική και στη γλυπτικά όσο συχνή είναι σε διακοσμήσεις και στις
εφαρμοσμένες τέχνες, όπως την κεραμική ή την αρχιτεκτονική. (σ. 170)
Ένα έργο τέχνης παρουσιάζει την
αλληλεπίδραση μεταξύ βασικής τάξης και της παράλογης ποικιλίας συγκρούσεων. (σ.
171)
Έχουμε επίσης
εκτενή αναφορά για το ρόλο και τα είδη της προοπτικής
στη ζωγραφική και γενικότερα στην τέχνη. Η αλληλοεπικάλυψη επίσης μπορεί να δημιουργήσει κι αυτή την αίσθηση του
βάθους – κάποια κεφάλια που ξεπροβάλλουν πίσω από σώματα. Είναι μάλιστα μια
αγαπημένη μέθοδος των καλλιτεχνών να δημιουργούν ένταση – οι μορφές που
κρύβεται μέρος τους θέλουν να ελευθερωθούν.
Το στιλ
Τα λεγόμενα των καλλιτεχνών δείχνουν
καθαρά το ότι σκέφτονται το «στυλ» απλώς σαν ένα μέσον για να προσδώσουν
πραγματικότητα στην εικόνα τους. «Η πρωτοτυπία» είναι το προϊόν, που δεν
επιζητείται και περνάει απαρατήρητο, μιας επιτυχημένης προσπάθειας ενός προικισμένου
καλλιτέχνη να είναι τίμιος και αληθινός, να εισχωρήσει στις αρχικές αιτίες,
στις ρίζες, αυτού που βλέπει. Το σκόπιμο ψάξιμο για προσωπικό στιλ αναπόφευκτα παρεμποδίζει την εγκυρότητα του έργου, διότι εισάγει ένα
στοιχείο αυθαιρεσίας σε μια διαδικασία που κυβερνιέται μόνο από την
αναγκαιότητα.
Ο Picasso κάποτε είπε: «Πάσχιζε πάντοτε για την τελειότητα. Φερ’ ειπείν,
προσπάθησε να σχεδιάσεις ένα τέλειο κύκλο και μια δεν μπορείς να σχεδιάσεις ένα
τέλειο κύκλο, το αθέλητο σφάλμα θα αποκαλύψει την προσωπικότητά σου. Αλλά εάν
θέλεις να αποκαλύψεις την προσωπικότητά σου σχεδιάζοντας ένα μη τέλειο κύκλο –
τον κύκλο σου – θα τα θαλασσώσεις». (σ. 157)
Όταν η μορφή είναι καλή δεν γίνεται
εμφανής. (σ. 157)
Ο Arnold Schonberg, συνθέτης της πιο περίπλοκης ίσως μουσικής
που γράφτηκε ποτέ, έλεγε στους μαθητές του ότι τα κομμάτια τους θα έπρεπε να
φαίνονται στους ίδιους τόσο φυσικά όσο τα χέρια τους και τα πόδια τους. Όσο
απλούστερα τους φαίνονταν τόσο καλύτερα θα ήταν. (σ. 228)
Κι όμως υπάρχουν πολλά τα οποία πρέπει να κάνει
ο δάσκαλος της τέχνης.
Αυτό που υποδεικνύεται από τη μελέτη των
σταδίων ανάπτυξης είναι ότι η διδασκαλία θα πρέπει να βασίζεται στην επίγνωση
ότι η οπτική σύλληψη του μαθητή αναπτύσσεται βασιζόμενη σε αρχές δικές της, κι
ότι οι παρεμβάσεις θα πρέπει να καθοδηγούνται απ΄ αυτό που η ατομική διαδικασία
ανάπτυξης επιζητεί σε κάθε δεδομένη στιγμή (σ. 228)
Όπως η
αιγυπτιακή τέχνη (και η παιδική ζωγραφική) που δείχνει όποια πλευρά (π.χ. ενός
ανθρώπου) θέλει στην ίδια εικόνα και το μέγεθος δεν είναι ρεαλιστικό, το ίδιο
και ο κινηματογράφος και ένα μεγάλο μέρος της μοντέρνας τέχνης.
Ο καλλιτέχνης
Το προνόμιο του καλλιτέχνη είναι η
ικανότητα να συλλαμβάνει τη φύση και το νόημα της εμπειρίας υπό τους όρους ενός
δεδομένου καλλιτεχνικού μέσου και έτσι να την καθιστά απτή. (σ. 191)
Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να πηδάει σκαλιά.
Εάν το κάνει, σπαταλά χρόνο γιατί πρέπει να τα ανέβει Ο Cocteau (σ. 227)
Το χρώμα
Ο κάθε
πολιτισμός αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο το χρώμα. Μια αγροτική φυλή μπορεί να έχει πολλές λέξεις για να περιγράφει
ανεπαίσθητες διαφορές στα χρώματα των βοοειδών, αλλά καμία για να διακρίνει το
μπλε από το πράσινο (σ. 362)
Όσο αφορά
τη βιολογία, το μάτι μας, όπως και οι ψηφιακές οθόνες, αντιλαμβάνεται μόνο τρία χρώματα και με αυτά
δημιουργεί όλο αυτό το πολύχρωμο σύμπαν: κόκκινο, μπλε, πράσινο. Αυτό έχει
αποδειχθεί πειραματικά.
Έχουν
γίνει πολλές προσπάθειες από φιλόσοφους, ψυχολόγους και καλλιτέχνες για να
αποδοθούν συγκεκριμένες ψυχολογικές
ιδιότητες στα χρώματα (π.χ. χρώμα της αγάπης, του μίσους, της ηρεμίας),
αλλά οι επιστημονικές μελέτες δεν τις επιβεβαιώνουν. Είναι υποκειμενικές
προσεγγίσεις, όπως και τα παραδείγματα που τις πλαισιώνουν. Εξάλλου το χρώμα το
αντιμετωπίζουμε πάντα μαζί με άλλους παράγοντες: απόχρωση, φωτεινότητα, διπλανά
χρώματα, χρώμα φόντου, σχήματα, κατευθύνσεις, θέμα – αντικείμενο, πολιτιστικές
συνήθειες (στις κηδείες μαύρο στη Δύση, κόκκινο μαζί με λευκό για τους
Κινέζους) κλπ – (σημ. 1)
Τα
μεμονωμένα χρώματα αντιστέκονται σε αφαιρετική γενίκευση. Δεσμεύονται από τον
ιδιαίτερο τόπο και χρόνο τους. (σ. 379) Για να το εξηγήσει καλύτερα αυτό ο
συγγραφέας παρομοιάζει τα χρώματα με τους ήχους και λέει: Η μουσική θεωρία δεν ενδιαφέρεται για το ποιοι ήχοι ταιριάζουν επειδή
ανήκουν στο ίδιο κλειδί. Ακόμα κι αν η δήλωση ήταν ορθή, δεν θα είχε ειπωθεί
τίποτα σχετικά με τη δομή του έργου. (σ. 383)
Πιο κάτω
προσθέτει: Το ίδιο χρώμα σε διαφορετικά
περιβάλλοντα, δεν είναι το ίδιο χρώμα… Αυτό σημαίνει ότι η ταυτότητα ενός
χρώματος δεν εδρεύει στο χρώμα καθ’ εαυτό, αλλά καθιερώνεται μέσω των σχέσεών
του… Εξαιτίας αυτής της άκρας αστάθειας και της αμοιβαίας εξάρτησης, δεν μας
εκπλήσσει το γεγονός ότι τα ψυχολογικά πειράματα στα οποία τυχαίες σειρές
μεμονωμένων χρωμάτων ή χρωματικών ζευγών παρουσιάζονταν σε παρατηρητές
οδηγούσαν σε χαώδη αποτελέσματα (σ. 396)
Κανείς δεν αρνείται ότι τα χρώματα έχουν
εκφραστική δύναμη, αλλά κανείς δεν ξέρει το πώς επέρχεται αυτή η έκφραση. (σ.
403). Στη
συνέχεια αποδομεί και τη γνωστή σε όλους μας διάκριση θερμών και ψυχρών χρωμάτων. Τα
αμιγή θεμελιώδη βασικά χρώματα δύσκολα μπορούν να ονομασθούν είτε θερμά είτε
ψυχρά. Ένα γαλαζωπό κίτρινο ή κόκκινο τείνει να φαίνεται ψυχρό και το ίδιο
κάνει κι ένα κιτρινωπό κόκκινο ή μπλε. Εν αντιθέσει ένα κοκκινωπό κίτρινο ή
μπλε φαίνεται θερμό. Αυτό που προτείνω έγκειται στο ότι δεν είναι το κυρίως
χρώμα, αλλά το χρώμα προς το οποίο αποκλίνει, αυτό που προσδιορίζει την
εντύπωση. Ο Johannes Itten χαρακτήρισε το συμπληρωματικό ζεύγος κόκκινου πορτοκαλιού και μπλε
πράσινου ως τους πόλους θερμού-ψυχρού (σ. 404).
Η
φωτεινότητα και ο κορεσμός μπορεί επίσης να έχουν επίπτωση στο φαινόμενο… ο Itten συσχετίζει το ψυχρό
με το σκιερό, το θερμό με το ηλιόλουστο (σ. 405).
Ο
συγγραφέας αναφέρεται σε διάφορες προσπάθειες κατάταξης των χρωμάτων, στην
προσπάθεια αναζήτησης της «αρμονίας»
που έχουν γίνει κυρίως από ψυχολόγους και καλλιτέχνες. Τα περισσότερα μοντέλα
είναι τρισδιάστατα γιατί το χρώμα φαίνεται να προσδιορίζεται από τουλάχιστον τρεις διαστάσεις, δηλαδή
χροιά, φωτεινότητα και κορεσμό.
Μια
ιδιαίτερα ελκυστική σύνθεση του γενικού συστήματος έγινε από τον Paul Klee για τους φοιτητές
του στο Bauhaus. Το ονόμασε «Κανόνα χρωματικής ολοκληρίας» (σ. 379)
Στην
τέχνη έχουμε δυο προσεγγίσεις: την κλασική
που δίνει έμφαση κυρίως στα σχήματα (π.χ. Jacques Louis David) και τη ρομαντική που δίνει έμφαση στο χρώμα (π.χ. Delacroix) – μια χρήσιμη γενίκευση είναι
και όχι κανόνας (όπως όλα που αφορούν την τέχνη!).
Έτσι,
λοιπόν, όσες σύγχρονες μελέτες κι αν έγιναν, από ψυχολόγους και διαφημιστές,
σε δεδομένο τόπο και χρόνο για να δουν τι σημαίνει το χρώμα για τον καθένα και
ποια χρώματα τον ευχαριστούν, δεν έδωσαν αξιοποιήσιμα συμπεράσματα! Για να
συμπληρώσει ο συγγραφέας ότι έτσι κι αλλιώς τέτοιες προτιμήσεις δεν αφορούν την
τέχνη – ο καλλιτέχνης δεν ενδιαφέρεται
για το ποια χρώματα είναι ευχάριστα (αν υπάρχουν αυτά).
Και για
να κλείσουμε την ενότητα χρώμα: Ο
μέγιστος αριθμός αποχρώσεων του γκρι που ο μέσος παρατηρητής μπορεί να
ξεχωρίσει στην κλίμακα μεταξύ μαύρου και άσπρου είναι, σύμφωνα με μερικές
πηγές, γύρω στις διακόσιες. (σ. 384)
Θα τελειώσω την παρουσίαση του βιβλίου με
την τελευταία του παράγραφο: Δεν γνωρίζουμε με τι θα
μοιάζει η τέχνη του μέλλοντος. Κανένα ιδιαίτερο στιλ δεν αποτελεί το τελικό
αποκορύφωμα της τέχνης. Κάθε στιλ δεν είναι παρά ένας έγκυρος τρόπος τού να
κοιτάζει κανείς τον κόσμο, μια άποψη του ιερού βουνού, το οποίο προσφέρει μια
διαφορετική εικόνα από κάθε μέρος, αλλά μπορεί να ειδωθεί ως το ίδιο από
παντού.
ΑΠΟ ΤΗΝ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ:
Από την πρώτη ακόμα έκδοση το 1954, το βιβλίο
αυτό καθιερώθηκε ως ένα μοναδικό κλασικό έργο. Εφαρμόζει τις προσεγγίσεις και
τα ευρήματα της σύγχρονης ψυχολογίας στη μελέτη της τέχνης, περιγράφει την
οπτική διαδικασία που λαμβάνει χώρα όταν οι άνθρωποι δημιουργούν - ή κοιτάζουν
- καλλιτεχνικά έργα, και εξηγεί πως το μάτι οργανώνει το οπτικό υλικό επί τη
βάσει συγκεκριμένων ψυχολογικών νόμων. Τόσο οι καλλιτέχνες όσο και οι κριτικοί
τέχνης, οι ιστορικοί της τέχνης, οι σπουδαστές αλλά και οι αναγνώστες γενικού
ενδιαφέροντος βρίσκουν το βιβλίο αυτό αναγνώσιμο και κατανοητό, παρά την
περιπλοκότητα του θέματος. Η παρούσα έκδοση στηρίζεται στην αναθεωρημένη έκδοση
που κυκλοφόρησε στην Αμερική το 1974, και στην οποία ο Arnheim αναδιοργάνωσε
και επεξέτεινε το κείμενο και πρόσθεσε καινούργιες εικόνες, εκμεταλλευόμενος
πρόσφατες εξελίξεις στο δικό του έργο άλλων επιστημόνων.
Ευχαριστώ
τη φωτογράφο Κονδυλένια Μπούσμπουρα
που μου δάνεισε το βιβλίο (και χρειάστηκαν μήνες να το ολοκληρώσω).
Σημειώσεις