7 Μαΐ 2020

Η φωτογραφία ως πολιτική πρακτική


Richard Mosse, Καχύποπτα Μυαλά, 2012, από τη σειρά Enclave (θύλακας), Κονγκό, φωτ. με υπέρυθρο φιλμ


Παρουσίαση βιβλίου

 

Julian Stallabrass, Ριζοσπαστικές πραγματικότητες, Η φωτογραφία ως πολιτική πρακτική, Επιμέλεια – Μετάφραση Ηρακλής Παπαϊωάννου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2018

 

Πρόκειται για μια συλλογή δοκιμίων που επέλεξε ο Η. Παπαϊωάννου.  Ακολουθούν κάποιες σημειώσεις μου πάνω στα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο.

 

Η αισθητική φαίνεται ύποπτη σε θέματα σκληρά (π.χ. πόλεμος, πείνα, κακοποίηση). Μήπως υπάρχει σκηνοθεσία; Ή γιατί ο φωτογράφος προσπάθησε να βγει τόσο ωραία μια εικόνα θλίψης και οδύνης; Από την άλλη μήπως υπάρχει μια προκατάληψη και ενόχληση με τέτοια θέματα - πάντα υπήρχαν άνθρωποι που ήθελα τη φωτογραφία πολιτικά ουδέτερη.  Ο Salgado ισχυρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στο να βγουν ωραίοι σε μια φωτογραφία – θέση που δεν έρχεται σε αντίθεση με την αποδεδειγμένα ακτιβίστικη προσέγγισή του (σε αντίθεση με άλλους φωτογράφους που κοιτάζουν από απόσταση τα θέματά τους ή ακόμη χειρότερα τα εκμεταλλεύονται).  Όπως λέει ο ίδιος: «Ήθελα να σεβαστώ τους ανθρώπους όσο μπορούσα, να δουλέψω ώστε να πετύχω την καλύτερη σύνθεση και το πιο όμορφο φως… Αν δείξεις έτσι μια κατάσταση, συλλαμβάνοντας την ομορφιά και την ευγένεια μαζί με την απελπισία, τότε μπορείς να δείξεις σε κάποιον στην Αμερική ή τη Γαλλία ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι διαφορετικοί» (Stallabrass, 2018, σ. 30).

 

H απρόσωπη dead pan φωτογραφία φαίνεται να αντισταθμίζει την έλλειψη έκφρασης μέσα από μηχανές μεγάλου φορμά και εκπληκτικής ποιότητας τεράστια τυπώματα.  Θυμίζει όμως, όπως αναφέρει ο Stallabrass, την εθνολογική φωτογραφία – που παλιότερα κατέγραφε τους ιθαγενείς για λόγους «επιστημονικής μελέτης» και στην ουσία δικαιολογούσε την αποικιοκρατία.  Επίσης μέσα από την υπερβολή σε ευκρίνεια, μέγεθος και χρώμα δημιουργεί ένα αίσθημα υψηλού (έννοια που μας έχει έρθει από το Ρομαντισμό – χαρακτηρίζεται έτσι κάτι που προκαλεί δέος).

 

Ο Stallabras  αναφέρεται ακόμη στους «μουσειακούς φωτογράφους» που συνηθίζουν να τυπώνουν για πώληση ελάχιστα αντίτυπα των φωτογραφιών τους, για να έχουν αυτά μεγάλη αξία. Για παράδειγμα ο Jeff Wall συνήθως κάνει δυο τρία αντίτυπα (των φωτεινών κουτιών του) και οι τιμές μπορεί να αγγίξουν το ένα εκατομμύριο, ο Andreas Gursky μεταξύ τεσσάρων και έξι, ο Thomas Struth δέκα και η Cindy Sherman μεταξύ έξι και δέκα. Υπάρχει βέβαια και το αντίθετο παράδειγμα, καλλιτεχνών που έχουν γεμίσει τον κόσμο με αντίτυπα και είναι το ίδιο πετυχημένοι – όπως ο Araki (στο δρόμο που χάραξε ο Warhol που σε όποιο μουσείο και να πας θα δεις μερικά έργα του). Το πρόβλημα που είχαν τα μουσεία και οι γκαλερί ήταν ότι η φωτογραφία ως τέχνη επέτρεπε την εύκολη αναπαραγωγή των έργων της. Από τη στιγμή που λύθηκε το πρόβλημα  με τον τρόπο αυτό είναι πια ευπρόσδεκτη μορφή  τέχνης!

 

Ειδικά όμως για τον Jeff Wall υπάρχει κάτι ακόμη που δίνει αξία στο έργο του: οι ακριβές κατασκευές, στη συγκεκριμένη περίπτωση τα φωτεινά κουτιά του – δεν έχουμε λοιπόν απλά μια εικόνα, αλλά ένα υλικό αντικείμενο!

 

Υπάρχουν όμως και φωτογράφοι όπως ο Andreas Gursky και ο Jeff Wall που χρησιμοποιούν ψηφιακό μοντάζ με ένα τρόπο που δεν φαίνεται πουθενά. Οι εικόνες τους είναι ρεαλιστικές (αν και ασυνήθιστες) και αψεγάδιαστες.  Ιδιαίτερα ο Wall το χρησιμοποιεί μαζί με την προσεκτική σκηνοθεσία πριν τη λήψη και φτιάχνει έτσι μια σύνθεση σαν ζωγράφος σε ένα έργο που είναι φαινομενικά 100%  φωτογραφία.

 

Έχει κατηγορηθεί η φωτογραφία ότι επηρεάζεται από το τυχαίο και δεν δείχνει τη σκοπιμότητα του φωτογράφου (κάτι που βέβαια δεν στέκει αν αναλογιστούμε το πόσες φωτογραφίες τραβάει κάποιος και πόσες δείχνει και γιατί). Ο Wall όμως φαίνεται με την προσεκτική σκηνοθεσία και το αψεγάδιαστο ψηφιακό μοντάζ του να εξαλείφει σχεδόν ολοκληρωτικά το τυχαίο από τις εικόνες του (πάντα μπορεί να παρεισφρήσει κάτι απρόβλεπτο μέσα).

 

Με αφορμή τα πολλά κείμενα που αφορούν τη δουλειά του Jeff Wall γράφει ο συγγραφέας  (σ. 144): « Πολλαπλές αναγνώσεις, αοριστία και μια αποστροφή προς την «ουσιοκρατία» αποτελούν τους στυλοβάτες αυτού του διαλόγου, που αποπνέει ένα μεθυστικό άρωμα μεταμοντέρνου μυστικισμού. Διατηρούν επίσης στενή σχέση με την παραμυθία που προσφέρει η τέχνη, υποτίθεται, ως συμπλήρωμα στη μαζική κουλτούρα και την εργασιακή ζωή.» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

7 Μαΐ 2020

Η φωτογραφία ως πολιτική πρακτική


Richard Mosse, Καχύποπτα Μυαλά, 2012, από τη σειρά Enclave (θύλακας), Κονγκό, φωτ. με υπέρυθρο φιλμ


Παρουσίαση βιβλίου

 

Julian Stallabrass, Ριζοσπαστικές πραγματικότητες, Η φωτογραφία ως πολιτική πρακτική, Επιμέλεια – Μετάφραση Ηρακλής Παπαϊωάννου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2018

 

Πρόκειται για μια συλλογή δοκιμίων που επέλεξε ο Η. Παπαϊωάννου.  Ακολουθούν κάποιες σημειώσεις μου πάνω στα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο.

 

Η αισθητική φαίνεται ύποπτη σε θέματα σκληρά (π.χ. πόλεμος, πείνα, κακοποίηση). Μήπως υπάρχει σκηνοθεσία; Ή γιατί ο φωτογράφος προσπάθησε να βγει τόσο ωραία μια εικόνα θλίψης και οδύνης; Από την άλλη μήπως υπάρχει μια προκατάληψη και ενόχληση με τέτοια θέματα - πάντα υπήρχαν άνθρωποι που ήθελα τη φωτογραφία πολιτικά ουδέτερη.  Ο Salgado ισχυρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στο να βγουν ωραίοι σε μια φωτογραφία – θέση που δεν έρχεται σε αντίθεση με την αποδεδειγμένα ακτιβίστικη προσέγγισή του (σε αντίθεση με άλλους φωτογράφους που κοιτάζουν από απόσταση τα θέματά τους ή ακόμη χειρότερα τα εκμεταλλεύονται).  Όπως λέει ο ίδιος: «Ήθελα να σεβαστώ τους ανθρώπους όσο μπορούσα, να δουλέψω ώστε να πετύχω την καλύτερη σύνθεση και το πιο όμορφο φως… Αν δείξεις έτσι μια κατάσταση, συλλαμβάνοντας την ομορφιά και την ευγένεια μαζί με την απελπισία, τότε μπορείς να δείξεις σε κάποιον στην Αμερική ή τη Γαλλία ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι διαφορετικοί» (Stallabrass, 2018, σ. 30).

 

H απρόσωπη dead pan φωτογραφία φαίνεται να αντισταθμίζει την έλλειψη έκφρασης μέσα από μηχανές μεγάλου φορμά και εκπληκτικής ποιότητας τεράστια τυπώματα.  Θυμίζει όμως, όπως αναφέρει ο Stallabrass, την εθνολογική φωτογραφία – που παλιότερα κατέγραφε τους ιθαγενείς για λόγους «επιστημονικής μελέτης» και στην ουσία δικαιολογούσε την αποικιοκρατία.  Επίσης μέσα από την υπερβολή σε ευκρίνεια, μέγεθος και χρώμα δημιουργεί ένα αίσθημα υψηλού (έννοια που μας έχει έρθει από το Ρομαντισμό – χαρακτηρίζεται έτσι κάτι που προκαλεί δέος).

 

Ο Stallabras  αναφέρεται ακόμη στους «μουσειακούς φωτογράφους» που συνηθίζουν να τυπώνουν για πώληση ελάχιστα αντίτυπα των φωτογραφιών τους, για να έχουν αυτά μεγάλη αξία. Για παράδειγμα ο Jeff Wall συνήθως κάνει δυο τρία αντίτυπα (των φωτεινών κουτιών του) και οι τιμές μπορεί να αγγίξουν το ένα εκατομμύριο, ο Andreas Gursky μεταξύ τεσσάρων και έξι, ο Thomas Struth δέκα και η Cindy Sherman μεταξύ έξι και δέκα. Υπάρχει βέβαια και το αντίθετο παράδειγμα, καλλιτεχνών που έχουν γεμίσει τον κόσμο με αντίτυπα και είναι το ίδιο πετυχημένοι – όπως ο Araki (στο δρόμο που χάραξε ο Warhol που σε όποιο μουσείο και να πας θα δεις μερικά έργα του). Το πρόβλημα που είχαν τα μουσεία και οι γκαλερί ήταν ότι η φωτογραφία ως τέχνη επέτρεπε την εύκολη αναπαραγωγή των έργων της. Από τη στιγμή που λύθηκε το πρόβλημα  με τον τρόπο αυτό είναι πια ευπρόσδεκτη μορφή  τέχνης!

 

Ειδικά όμως για τον Jeff Wall υπάρχει κάτι ακόμη που δίνει αξία στο έργο του: οι ακριβές κατασκευές, στη συγκεκριμένη περίπτωση τα φωτεινά κουτιά του – δεν έχουμε λοιπόν απλά μια εικόνα, αλλά ένα υλικό αντικείμενο!

 

Υπάρχουν όμως και φωτογράφοι όπως ο Andreas Gursky και ο Jeff Wall που χρησιμοποιούν ψηφιακό μοντάζ με ένα τρόπο που δεν φαίνεται πουθενά. Οι εικόνες τους είναι ρεαλιστικές (αν και ασυνήθιστες) και αψεγάδιαστες.  Ιδιαίτερα ο Wall το χρησιμοποιεί μαζί με την προσεκτική σκηνοθεσία πριν τη λήψη και φτιάχνει έτσι μια σύνθεση σαν ζωγράφος σε ένα έργο που είναι φαινομενικά 100%  φωτογραφία.

 

Έχει κατηγορηθεί η φωτογραφία ότι επηρεάζεται από το τυχαίο και δεν δείχνει τη σκοπιμότητα του φωτογράφου (κάτι που βέβαια δεν στέκει αν αναλογιστούμε το πόσες φωτογραφίες τραβάει κάποιος και πόσες δείχνει και γιατί). Ο Wall όμως φαίνεται με την προσεκτική σκηνοθεσία και το αψεγάδιαστο ψηφιακό μοντάζ του να εξαλείφει σχεδόν ολοκληρωτικά το τυχαίο από τις εικόνες του (πάντα μπορεί να παρεισφρήσει κάτι απρόβλεπτο μέσα).

 

Με αφορμή τα πολλά κείμενα που αφορούν τη δουλειά του Jeff Wall γράφει ο συγγραφέας  (σ. 144): « Πολλαπλές αναγνώσεις, αοριστία και μια αποστροφή προς την «ουσιοκρατία» αποτελούν τους στυλοβάτες αυτού του διαλόγου, που αποπνέει ένα μεθυστικό άρωμα μεταμοντέρνου μυστικισμού. Διατηρούν επίσης στενή σχέση με την παραμυθία που προσφέρει η τέχνη, υποτίθεται, ως συμπλήρωμα στη μαζική κουλτούρα και την εργασιακή ζωή.» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΟΙ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΜΑΣ